- σιγοτραγουδώ
- τραγουδώ χαμηλόφωνα: Σιγοτραγουδούσε έναν εύθυμο σκοπό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιγοτραγουδώ — άω, Ν τραγουδώ χαμηλόφωνα … Dictionary of Greek
σιγοτραγούδημα — το, Ν [σιγοτραγουδώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγοτραγουδώ, το σιγανό τραγούδι … Dictionary of Greek
ζιζινίζω — ζουζουνίζω, βουίζω, σιγοτραγουδώ, υποτονθορύζω … Dictionary of Greek
μινυρίζω — (Α μινυρίζω) 1. παραπονιέμαι με σιγανή φωνή, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή τού βρέφους», Παπαδ.) 2. τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ («ὅδ αὖ μινυρίζων δεῡρό τις προσέρχεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek
μπισκαντάρω — (Μ) σιγοτραγουδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. biscantare] … Dictionary of Greek
τερετίζω — ΝΜΑ (για χελιδόνι, αηδόνι ή τζιτζίκι) κελαηδώ με τερετισμό, τιτιβίζω νεοελλ. μουρμουρίζω ένα τραγούδι, σιγοτραγουδώ μσν. τραγουδώ αρχ. 1. μιμούμαι τον τερετισμό χελιδονιού ή τζιτζικιού 2. (κατά τον Φώτ.) συνοδεύω ένα τραγούδι φωνητικά 3. (κατά… … Dictionary of Greek
υπαναμέλπω — Α σιγοτραγουδώ συνοδεύοντας κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀναμέλπω «τραγουδώ»] … Dictionary of Greek
υποτονθορίζω — ὑποτονθορύζω ΝΑ, και υποτονθορύζω Ν μουρμουρίζω σιγά ή σιγοτραγουδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπο * + τονθορίζω / τονθορύζω «μουρμουρίζω»] … Dictionary of Greek
τερετίζω — τερέτισα 1. κελαηδώ. 2. μουρμουρίζω, σιγοτραγουδώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλοτραγουδώ — και ψιλοτραγουδάω τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)